- ξηροβιωτικός
- ξηρο-βιωτικός, ή, όν, fähig auf dem Trocknen zu leben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξηροβιωτικός — ξηροβιωτικός, ή, όν (Α) αυτός που ζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + βιωτικός] … Dictionary of Greek